Ένας από τους πολύ διαδεδομένους αστικούς μύθους στην Ελλάδα, είναι ότι "ο εργοδότης πάει αυτόφωρο αν δεν καταβάλει έγκαιρα το Δώρο Χριστουγέννων ή το Δώρο Πάσχα".
Τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η απολύτως εσφαλμένη εντύπωση σε εργοδότες και εργαζόμενους, ότι μόνο η μη καταβολή των δώρων εορτών (Πάσχα–Χριστουγέννων) συνεπάγεται την αυτόφωρη διαδικασία. Η αλήθεια είναι ότι στην αυτόφωρη διαδικασία υπάγεται η μη καταβολή οποιωνδήποτε δεδουλευμένων αποδοχών. Δεν υπάρχει ΚΑΜΙΑ διάκριση μη καταβληθέντων αποδοχών, καμία ιδιαίτερη διάκριση για τα Δώρα εορτών.
Ποιός νόμος ισχύει σήμερα
Το θέμα ρυθμίστηκε με το άρθρο 8 του Ν. 2336/1995 (ΦΕΚ 189/Α/12-9-1995), ο οποίος ισχύει μέχρι και σήμερα.
Και γιατί επικράτησε αυτή η εσφαλμένη εντύπωση;
Το 2010, μετά το σοκ των "μνημονίων", τα capital controls και τη διαφαινόμενη χρεοκοπία, πολλοί εργοδότες έψαχναν τρόπο να επιβιώσουν. Τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς ήταν δραματικά για το 90% των τίμιων εργοδοτών, που δεν μπορούσαν να καταβάλουν το διπλό μισθό του Δεκεμβρίου (την τακτική μισθοδοσία του μήνα συν το Δώρο Χριστουγέννων).
Οι εργαζόμενοι με τη σειρά τους, κατήγγειλαν ότι οι εργοδότες τους πλήρωσαν μόνο το μισθό και για το Δώρο έλεγαν "θα δούμε, τώρα δεν έχω", οπότε το θέμα έφτασε στο Υπουργείο Εργασίας, το οποίο εξέδωσε στις 17-12-10, εγκύκλιο - επιστολή προς τις Επιθεωρήσεις Εργασίας (δείτε την ολόκληρη εδώ) με τίτλο "Άσκηση διαδικασίας αυτοφώρου, σε περίπτωση μη καταβολής επιδόματος εορτών Χριστουγέννων (Δώρο Χριστουγέννων)".
Υπενθύμιζε με αυτή, ότι ΚΑΙ τα Δώρα είναι τακτικές αποδοχές και επομένως, η μη καταβολή τους επισύρει ποινικές κυρώσεις.
Η επιστολή αναφερόταν στα Δώρα, επειδή ήταν το επίμαχο ζήτημα των ημερών. Το ότι το Υπουργείο ασχολήθηκε με τα Δώρα, δεν σημαίνει ότι και οι υπόλοιπες αποδοχές, δεν δημιουργούν τις ίδιες ακριβώς υποχρεώσεις στους εργοδότες!
Απλά, τότε δημιουργήθηκε ο αστικός μύθος, η εσφαλμένη εντύπωση ότι "για τα Δώρα ο εργοδότης πάει αυτόφωρο" ενώ τις τακτικές αποδοχές ....τις πληρώνει όποτε θέλει.
Η απλή αλήθεια λοιπόν είναι ότι ΟΛΕΣ οι αποδοχές έχουν την ίδια ΑΚΡΙΒΩΣ αντιμετώπιση. Δεν υπάρχει καμία ειδική αντιμετώπιση των Δώρων εορτών.
Καθυστέρηση Μισθού – Συνέπειες
Γενικά η άρνηση του εργοδότη να καταβάλει τον οφειλόμενο μισθό και ακόμα η καθυστέρηση πληρωμής του, παρέχει στον εργαζόμενο τα εξής δικαιώματα:
(α) Να υποβάλλει μήνυση σε βάρος του εργοδότη, είτε δια υποβολής αυτής στο οικείο αστυνομικό τμήμα, είτε δια προσφυγής στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας. Η μη καταβολή μισθού συνιστά ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών και χρηματική ποινή της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25%, ούτε πάνω του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού (άρθρο 1 του Α.Ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995).
(β) Να ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, σύμφωνα με το άρθρο 325 ΑΚ.
(γ) Να θεωρήσει την άρνηση ή την καθυστέρηση του μισθού ως βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του και να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, διεκδικώντας, εκτός από τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές, και την αναλογούσα αποζημίωση απολύσεως (άρθρο 56, Ν. 4487/2017) Σημειώνεται ότι με το άρθρο 58 Ν. 4635/2019 ορίστηκε ότι«Επίσης, θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η πέραν των δύο (2) μηνών καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης.».
(δ) Να επιδιώξει δικαστικώς την είσπραξη του μισθού, με άσκηση αγωγής ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, είτε με την αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής (άρθρο 48 Ν. 4488/2017).
Παραγραφή αξιώσεων από το μισθό
(β) Να ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, σύμφωνα με το άρθρο 325 ΑΚ.
(γ) Να θεωρήσει την άρνηση ή την καθυστέρηση του μισθού ως βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του και να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, διεκδικώντας, εκτός από τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές, και την αναλογούσα αποζημίωση απολύσεως (άρθρο 56, Ν. 4487/2017) Σημειώνεται ότι με το άρθρο 58 Ν. 4635/2019 ορίστηκε ότι«Επίσης, θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η πέραν των δύο (2) μηνών καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης.».
(δ) Να επιδιώξει δικαστικώς την είσπραξη του μισθού, με άσκηση αγωγής ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, είτε με την αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής (άρθρο 48 Ν. 4488/2017).
Παραγραφή αξιώσεων από το μισθό
Σύμφωνα με το άρθρο 250 παρ. 17 ΑΚ, οι αξιώσεις των εργαζομένων για κάθε είδους διαφορές με τον εργοδότη που αφορούν τις αποδοχές τους (μισθούς, υπερωρίες, δώρα, επιδόματα κλπ) παραγράφονται μετά από 5 χρόνια. Η παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος εντός του οποίου γεννήθηκαν οι αξιώσεις.
Σάκης Γεωργιάδης, 15/11/2022
...............................................................................................................................................................
και τα "ψιλά γράμματα" για όσους θέλουν να εμβαθύνουν....
ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ
Η νομοθεσία για να "ζορίσει" τους εργοδότες να καταβάλουν τις αποδοχές ξεκίνησε με τον Αναγκαστικό Νόμο 690/45 (ΦΕΚ Α΄292/5.12.1945). Στη συνέχεια το θέμα ρυθμίστηκε με το Ν. 2336/1995 (ΦΕΚ 189/Α/12-9-1995), άρθρο 8, το οποίο ισχύει έως σήμερα και αναφέρει:
Κυρώσεις για καθυστέρηση καταβολής αποδοχών και παρεμπόδιση εισόδου των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας στους τόπους εργασίας
1,Η παρ. 1 του άρθρου μόνου του α.ν. 690/1945 (ΦΕΚ 292 Α') αντικαθίσταται ως ακολούθως:
*1. Κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιοσδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολουμένους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3196/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατασταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας ή των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένα για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας, επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων, με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές πρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση, σε χρήμα. Η εκδίκαση των παραπάνω υποθέσεων γίνεται με τη διαδικασία του αυτοφώρου, όπως προβλέπεται από τα άρθρα 417 επ. του Κ.Π.Δ.".
Στη συνέχεια, προστέθηκε μία ακόμη τροποποίηση, στο Ν. 4700/2020, που εξαιρεί από τις ποινικές ευθύνες "τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία εκπροσωπούν εταιρίες, οργανισμούς και γενικά οποιασδήποτε μορφής νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με τακτική χρηματοδότηση από το Ελληνικό Δημόσιο, που, βάσει του καταστατικού τους, επιδιώκουν καλλιτεχνικούς ή πολιτιστικούς ή περιβαλλοντικούς σκοπούς."
Κυρώσεις για καθυστέρηση καταβολής αποδοχών
Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου μόνου του α.ν. 690/ 1945 (Α’292), προστίθενται δύο εδάφια ως εξής:
«Από τα ανωτέρω εξαιρούνται και δεν φέρουν ποινική ευθύνη τα φυσικά πρόσωπα του πρώτου εδαφίου, τα οποία εκπροσωπούν εταιρίες, οργανισμούς και γενικά οποιασδήποτε μορφής νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με τακτική χρηματοδότηση από το Ελληνικό Δημόσιο, που, βάσει του καταστατικού τους, επιδιώκουν καλλιτεχνικούς ή πολιτιστικούς ή περιβαλλοντικούς σκοπούς. Τα φυσικά πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου εξακολουθούν να φέρουν ποινική ευθύνη, εάν καταδικάστηκαν αμετακλήτως για αξιόποινη πράξη, η οποία προκάλεσε αιτιωδώς την αδυναμία εμπρόθεσμης καταβολής στους απασχολούμενους των ανωτέρω πάσης φύσεως αποδοχών που οφείλονται συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας.».
ΣΥΝΟΨΗ
από τον ΒΑΣΙΛΗ ΤΡΑΪΑΝΟΠΟΥΛΟ, ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
από τον ΒΑΣΙΛΗ ΤΡΑΪΑΝΟΠΟΥΛΟ, ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
Το άρθρο 12 της 95 Διεθνούς Σύμβασης περί προστασίας του ημερομισθίου (κυρώθηκε με τον Ν.3248/1955) ορίζει ότι το ημερομίσθιο καταβάλλεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα, εκτός αν υφίστανται άλλες ικανοποιητικές συμφωνίες που εξασφαλίζουν την καταβολή του ημερομισθίου κατά τακτά χρονικά διαστήματα.
Τα διαστήματα κατά τα οποία πρέπει να γίνεται η καταβολή του ημερομισθίου, καθορίζονται από την νομοθεσία ή τις ισχύουσες Σ.Σ.Ε ή ΔΑ.
Σύμφωνα με το άρθρο 655 Α.Κ προβλέπεται ότι ο χρόνος καταβολής του μισθού στον εργαζόμενο, είναι διαζευκτικά και διαδοχικά
1. Ο συμφωνημένος χρόνος μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου.
2. Ο χρόνος που έχει ορισθεί με συναλλακτική ή με επιχειρησιακή συνήθεια.
3. Εφόσον πρόκειται για χρονικό μισθό , η ημέρα λήξεως εκάστου εκ των χρονικών διαστημάτων, βάσει των οποίων αυτός υπολογίζεται ή αν πρόκειται για μισθό παραγωγής , η ημέρα που συντελείται το αποτέλεσμα της εργασίας που έχει συμφωνηθεί.
4. Η ημέρα λήξης της σχέσης εργασίας.
Οι παραπάνω περιπτώσεις ρυθμίζουν το χρόνο καταβολής του μισθού γενικότερα, δηλαδή κάθε μισθολογικής παροχής, και όχι μόνο του μισθού-ημερομισθίου με τη στενή έννοια.
Το Π.Δ 156/1994 το οποίο προβλέπει την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή την σχέση εργασίας, ορίζει ότι η πληροφόρηση του εργαζόμενου θα πρέπει να περιλαμβάνει και τις πάσης φύσεως αποδοχές που δικαιούται ο εργαζόμενος καθώς και την περιοδικότητα της καταβολής τους(άρθρο 2,παρ.2 περ.ζ.).
Η ενημέρωση γίνεται με παράδοση στον εργαζόμενο γραπτής σύμβασης εργασίας ή άλλου εγγράφου με την προϋπόθεση ότι αυτό θα περιλαμβάνει το ανωτέρω στοιχείο (άρθρο 3).
Να σημειώσουμε ότι όταν η καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών στον εργαζόμενο, γίνεται περιοδικά κατά συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σταθερά και μακροχρόνια ,τότε αυτό το χρονικό διάστημα (π.χ τέλος του εργάσιμου μήνα) θεωρείται ότι αποτελεί τη δήλη ημέρα καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών (μισθού-ημερομισθίων), διότι αποτελεί σιωπηρό όρο της σύμβασης εργασίας, στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (361 Α.Κ),έστω και αν δεν αποτελεί έγγραφο όρο της ατομικής σύμβασης εργασίας.
Η ημερομηνία που πρέπει να καταβληθούν οι δεδουλευμένες αποδοχές στον εργαζόμενο, αποτελεί τον βασικό προσδιοριστικό παράγοντα ,προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η παράβαση της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπεται από το άρθρο 8 παρ.1 του Ν.2336/1995.
Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη κάθε εργοδότης ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από την σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν.3198/1955 (διαθεσιμότητα μισθωτών), τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως με ποινικές κυρώσεις.
Η νομολογία των Δικαστηρίων έχει κρίνει ότι η παράβαση τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παραλείψεως το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλλει στον δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες αποδοχές μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από τη σύμβαση, νόμο, έθιμο κ.λ.π (Α.Π 1488/2010, Α.Π 1817/2008 κ.α).
Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου Ι του άρθρου μόνου του Α.Ν 690/1945 ( όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν.2336/1995) ορίζει ότι η εκδίκαση των υποθέσεων αυτών γίνεται με τη διαδικασία του αυτοφώρου, όπως προβλέπεται από τα άρθρα 417 επ. του Κ.Π.Δ.
Το παραπάνω επισημαίνεται , διότι τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η εσφαλμένη εντύπωση σε εργοδότες και εργαζόμενους, ότι μόνο η μη καταβολή των δώρων εορτών (Πάσχα –Χριστουγέννων) συνεπάγεται την αυτόφωρη διαδικασία.
Τέλος για την καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών, η υπηρεσία του ΣΕΠΕ επιβάλλει και διοικητικές κυρώσεις σύμφωνα με το άρθρο 24 του Ν.3996/2011 όπως ισχύει (χαρακτηρισμός της παράβασης ως πολύ υψηλής σοβαρότητας – Υπ. Απόφ. 2063/Δ1632/2011 Υπ. Εργασίας Κοινων. Ασφάλισης και Πρόνοιας).
Τα διαστήματα κατά τα οποία πρέπει να γίνεται η καταβολή του ημερομισθίου, καθορίζονται από την νομοθεσία ή τις ισχύουσες Σ.Σ.Ε ή ΔΑ.
Σύμφωνα με το άρθρο 655 Α.Κ προβλέπεται ότι ο χρόνος καταβολής του μισθού στον εργαζόμενο, είναι διαζευκτικά και διαδοχικά
1. Ο συμφωνημένος χρόνος μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου.
2. Ο χρόνος που έχει ορισθεί με συναλλακτική ή με επιχειρησιακή συνήθεια.
3. Εφόσον πρόκειται για χρονικό μισθό , η ημέρα λήξεως εκάστου εκ των χρονικών διαστημάτων, βάσει των οποίων αυτός υπολογίζεται ή αν πρόκειται για μισθό παραγωγής , η ημέρα που συντελείται το αποτέλεσμα της εργασίας που έχει συμφωνηθεί.
4. Η ημέρα λήξης της σχέσης εργασίας.
Οι παραπάνω περιπτώσεις ρυθμίζουν το χρόνο καταβολής του μισθού γενικότερα, δηλαδή κάθε μισθολογικής παροχής, και όχι μόνο του μισθού-ημερομισθίου με τη στενή έννοια.
Το Π.Δ 156/1994 το οποίο προβλέπει την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή την σχέση εργασίας, ορίζει ότι η πληροφόρηση του εργαζόμενου θα πρέπει να περιλαμβάνει και τις πάσης φύσεως αποδοχές που δικαιούται ο εργαζόμενος καθώς και την περιοδικότητα της καταβολής τους(άρθρο 2,παρ.2 περ.ζ.).
Η ενημέρωση γίνεται με παράδοση στον εργαζόμενο γραπτής σύμβασης εργασίας ή άλλου εγγράφου με την προϋπόθεση ότι αυτό θα περιλαμβάνει το ανωτέρω στοιχείο (άρθρο 3).
Να σημειώσουμε ότι όταν η καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών στον εργαζόμενο, γίνεται περιοδικά κατά συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σταθερά και μακροχρόνια ,τότε αυτό το χρονικό διάστημα (π.χ τέλος του εργάσιμου μήνα) θεωρείται ότι αποτελεί τη δήλη ημέρα καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών (μισθού-ημερομισθίων), διότι αποτελεί σιωπηρό όρο της σύμβασης εργασίας, στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (361 Α.Κ),έστω και αν δεν αποτελεί έγγραφο όρο της ατομικής σύμβασης εργασίας.
Η ημερομηνία που πρέπει να καταβληθούν οι δεδουλευμένες αποδοχές στον εργαζόμενο, αποτελεί τον βασικό προσδιοριστικό παράγοντα ,προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η παράβαση της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπεται από το άρθρο 8 παρ.1 του Ν.2336/1995.
Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη κάθε εργοδότης ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από την σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν.3198/1955 (διαθεσιμότητα μισθωτών), τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως με ποινικές κυρώσεις.
Η νομολογία των Δικαστηρίων έχει κρίνει ότι η παράβαση τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παραλείψεως το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλλει στον δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες αποδοχές μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από τη σύμβαση, νόμο, έθιμο κ.λ.π (Α.Π 1488/2010, Α.Π 1817/2008 κ.α).
Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου Ι του άρθρου μόνου του Α.Ν 690/1945 ( όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν.2336/1995) ορίζει ότι η εκδίκαση των υποθέσεων αυτών γίνεται με τη διαδικασία του αυτοφώρου, όπως προβλέπεται από τα άρθρα 417 επ. του Κ.Π.Δ.
Το παραπάνω επισημαίνεται , διότι τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η εσφαλμένη εντύπωση σε εργοδότες και εργαζόμενους, ότι μόνο η μη καταβολή των δώρων εορτών (Πάσχα –Χριστουγέννων) συνεπάγεται την αυτόφωρη διαδικασία.
Τέλος για την καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών, η υπηρεσία του ΣΕΠΕ επιβάλλει και διοικητικές κυρώσεις σύμφωνα με το άρθρο 24 του Ν.3996/2011 όπως ισχύει (χαρακτηρισμός της παράβασης ως πολύ υψηλής σοβαρότητας – Υπ. Απόφ. 2063/Δ1632/2011 Υπ. Εργασίας Κοινων. Ασφάλισης και Πρόνοιας).