Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2025

Απόφαση Εφετείου σχετικά με αγωγή οδηγού ΚΤΕΛ για "συντήρηση και καθαρισμό λεωφορείου"

 Η απόφαση 276/2015 του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, επικεντρώνεται στα καθήκοντα και τη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση των οδηγών λεωφορείων των ΚΤΕΛ. Το δικαστήριο εξετάζει.... την αγωγή ενός οδηγού που ζητούσε αποζημίωση για παράνομη υπερωρία, υποστηρίζοντας ότι εργάστηκε πέραν του ωραρίου σε καθήκοντα όπως η συντήρηση και ο καθαρισμός του λεωφορείου. Η απόφαση διευκρινίζει τα νόμιμα όρια της υπερωρίας (έως 2 ώρες ημερησίως και 120 ετησίως υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις), καθώς και την υποχρέωση του μισθωτού να παρέχει πρόσθετη εργασία έναντι συμπληρωματικής αμοιβής αν παραστεί ανάγκη. Τελικά, το Εφετείο απέρριψε την αγωγή του εργαζόμενου, κρίνoντας ότι οι επικαλούμενες εργασίες, όπως ο καθαρισμός και η συντήρηση, πραγματοποιούνταν εντός του νόμιμου ωραρίου ή εντάσσονταν στα καθήκοντα του οδηγού.



Ο οδηγός (ενάγων και ήδη εκκαλών) ισχυρίστηκε με την αγωγή του ότι προσλήφθηκε ως μόνιμος τακτικός οδηγός λεωφορείου την 1.1.1995 και εργάστηκε μέχρι την καταγγελία της σύμβασης στις 30.4.2006.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο οδηγός υποστήριξε ότι απασχολήθηκε πέρα από τα νόμιμα καθήκοντά του και πέραν του ωραρίου του στις ακόλουθες εργασίες:

  1. Στη συντήρηση και επισκευή του λεωφορείου που οδηγούσε.
  2. Στο εσωτερικό και εξωτερικό καθάρισμα του λεωφορείου.

Ισχυρίστηκε ότι απασχολήθηκε με αυτές τις εργασίες, επιπλέον του νόμιμου ωραρίου του, για 24 ώρες το μήνα, καθ' όλο το διάστημα ισχύος της σύμβασης εργασίας του.

Βάσει αυτών των ισχυρισμών, ζήτησε να του καταβληθεί το συνολικό ποσό των 22.280,27 ευρώ ως αποζημίωση λόγω παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, επικαλούμενος ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Επικουρικά, ζήτησε το ίδιο ποσό βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Σημειώνεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε αρχικά την αγωγή κρίνοντας ότι οι επικαλούμενες εργασίες ανάγονταν στα καθήκοντα του οδηγού και, συνεπώς, δεν παρείχαν δικαίωμα πρόσθετης αμοιβής. Το Εφετείο, ωστόσο, έκρινε ότι η αγωγή ήταν νόμιμη, καθώς η επικαλούμενη εργασία είτε δεν αναγόταν στα καθήκοντά του είτε πραγματοποιήθηκε εκτός του νόμιμου ωραρίου.


Η Ουσιαστική Κρίση του Εφετείου: Η Απόδειξη του Χρόνου Παροχής της Εργασίας
Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας, το Δικαστήριο ανέλυσε τα αποδεικτικά μέσα, κυρίως τις μαρτυρικές καταθέσεις, για να διαπιστώσει εάν οι πρόσθετες εργασίες πράγματι εκτελέστηκαν υπερωριακά.
Επικαλούμενη Εργασία
Ισχυρισμός Ενάγοντος
Κρίση Δικαστηρίου
Συντήρηση (ρεγουλάρισμα φρένων, αλλαγή λαδιών, γρασάρισμα)
Εκτελούνταν συστηματικά και σε μηνιαία βάση, εκτός ωραρίου, συνολικά επί 24 ώρες μηνιαίως.
Οι εργασίες λάμβαναν χώρα με πολύ μικρότερη συχνότητα (π.χ. ρεγουλάρισμα ανά εξάμηνο) και αποδείχθηκε ότι διενεργούνταν εντός του νόμιμου ημερήσιου ωραρίου του ενάγοντος.
Καθαρισμός (εσωτερικός και εξωτερικός)
Απαιτούσε πρόσθετο χρόνο απασχόλησης μετά τη λήξη του ωραρίου.
Ο εξωτερικός καθαρισμός και οι εργασίες συντήρησης πραγματοποιούνταν κατά τα σημαντικά χρονικά κενά μεταξύ των δρομολογίων. Ο εσωτερικός καθαρισμός γινόταν επίσης εντός ωραρίου.
Ειδικά για τον εσωτερικό καθαρισμό, το Δικαστήριο έκρινε ότι, πέραν του ότι γινόταν εντός ωραρίου, ο ενάγων λάμβανε το ειδικό επίδομα «άνευ εισπράκτορα», στα καθήκοντα του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Π.Δ. 229/1994, περιλαμβάνεται ρητά η διατήρηση της εσωτερικής καθαριότητας. Κατά συνέπεια, η αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, εδραιώνοντας ωστόσο κρίσιμες νομικές αρχές.
Βασικές Νομικές Αρχές και Νομολογιακή Αξία της Απόφασης
Πέρα από τη συγκεκριμένη περίπτωση, η απόφαση 276/2015 εδραιώνει και αποσαφηνίζει κρίσιμες αρχές του εργατικού δικαίου που έχουν ευρύτερη εφαρμογή σε διεκδικήσεις υπερωριών, ιδίως στον κλάδο των μεταφορών.



ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΑΠΟΦΑΣΗ

276/2015 ΤριμΕφΛάρ (Καθήκοντα οδηγού λεωφορείου των ΚΤΕΛ. Νόμιμη υπερωρία του σε 5ήμερη εργασία επί υπέρβασης 8ώρου και δη μέχρι 2 ώρες ημερησίως και 120 ετησίως, επί: α) δρομολογίου προβλέψιμης μεγαλύτερης διάρκειας, β) προβλεπτέας εξαιρετικής σώρευσης εργασίας και γ) παραμονών εξαιρέσιμων ημερών ή εορτών)




276/2015 Τριμελούς Εφετείου Λάρισας

Πρόεδρος: Γεώρ. Αποστολάκης Εισηγητής: Χαρ. Μαυρίδης Δικηγόροι: Βασ. Νιζάμης, Διονύσιος Μπάστας

Καθήκοντα οδηγού λεωφορείου των ΚΤΕΛ. Νόμιμη υπερωρία του σε 5ήμερη εργασία επί υπέρβασης 8ώρου και δη μέχρι 2 ώρες ημερησίως και 120 ετησίως, επί: α) δρομολογίου προβλέψιμης μεγαλύτερης διάρκειας, β) προβλεπτέας εξαιρετικής σώρευσης εργασίας και γ) παραμονών εξαιρέσιμων ημερών ή εορτών. Πρόβλεψη στο νόμο επιτρεπτής υπέρβασης άνω υπερωριών όχι πέραν των 3 ωρών ημερησίως και 180 ωρών ετησίως.

Παράνομη υπερωρία επί μη συνδρομής άνω περιπτώσεων ή υπέρβασης άνω ορίων, υπολογισμός δε αμοιβής βάσει συμβατικών αποδοχών.

Καθορισμός της παρεχόμενης εργασίας εκ της ειδικότητας του μισθωτού, βάσει της οποίας καταρτίσθηκε η σύμβαση.

Υποχρέωση μισθωτού να παρέχει, επί ανάγκης, εργασία πέραν της συμφωνημένης ή συνηθισμένης εντός ή εκτός των νόμιμων χρονικών ορίων εργασίας με συμπληρωματική αμοιβή, ανάλογα με το συμβατικό μισθό και τις ειδικές περιστάσεις.

Απόδειξη ότι οι εργασίες συντήρησης και καθαριότητας του λεωφορείου διενεργούνταν εντός του νόμιμου ωραρίου του ενάγοντος και δη κατά τα μεσοδιαστήματα μεταξύ των δρομολογίων.

{…} Κατά το άρθρο 7 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού των ΚΤΕΛ (ΠΔ 229/1994), που ίσχυε εν προκειμένω, πριν αντικατασταθεί με το ΠΔ 246/2006, στα καθήκοντα του οδηγού λεωφορείου, περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής: α) φροντίζει για την κανονική και ασφαλή οδήγηση του λεωφορείου και είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για κάθε υπαίτια και μόνο βλάβη ή φθορά του λεωφορείου, β) …, δ) φροντίζει για τον κανονικό εφοδιασμό του λεωφορείου με καύσιμα, λιπαντικά, έλαια μηχανής και νερό και προβαίνει τακτικά στην επιθεώρησή τους, για τη διαπίστωση της ασφαλούς κυκλοφορίας τους, ε) ελέγχει την καθαριότητα του λεωφορείου, κατά την ώρα της υπηρεσίας του και υποχρεούται να αναφέρει κάθε παράλειψη στον σταθμάρχη … η) εκτελεί επακριβώς τα οριζόμενα τακτικά και έκτακτα δρομολόγια και αναφέρει στον σταθμάρχη την τυχόν ύπαρξη και μη εξυπηρέτηση αναμενόντων επιβατών στις ενδιάμεσες στάσεις, θ) υποχρεούται να εκτελεί κάθε δρομολόγιο, το οποίο υποδεικνύουν τα αρμόδια όργανα του ΚΤΕΛ, ι) ο οδηγός υπεραστικού λεωφορείου, το οποίο δρομολογείται χωρίς εισπράκτορα, εκτελεί καθ’ οδόν χρέη εισπράκτορα. Στην περίπτωση αυτή, καταβάλλεται αποζημίωση, όπως καθορίζεται κάθε φορά στις Σ.Σ.Ε. Επίσης, είναι υποχρεωμένος, όταν δεν υπάρχει εισπράκτορας, να πληρώνει διόδια και ναύλο, με δαπάνες του ΚΤΕΛ, ια) σε περίπτωση βλάβης εκδοτικού – ακυρωτικού μηχανήματος λεωφορείου, ο οδηγός υποχρεούται να εκδώσει ή ακυρώσει τα εισιτήρια των επιβατών.

Περαιτέρω, κατά το ίδιο άρθρο, ο εισπράκτορας έχει (μεταξύ άλλων) τα εξής καθήκοντα: «α) φροντίζει για την κανονική και τακτική είσοδο των επιβατών στο λεωφορείο, β) …, γ) εκδίδει τα εισιτήρια, … ζ) μεριμνά κατά τον χρόνο της υπηρεσίας για την τήρηση της καθαριότητας στο εσωτερικό του λεωφορείου (υαλοπινάκων, καθισμάτων, τοιχωμάτων και δαπέδου). Το λεωφορείο παραλαμβάνεται από τον χώρο σταθμεύσεως καθαρό από την προηγούμενη βάρδια και η καθαριότητα στο εσωτερικό αυτού γίνεται από αυτόν, κατά την διάρκεια της υπηρεσίας του, στο τέρμα και στην αφετηρία των γραμμών». Περαιτέρω, κατά την υπ’ αριθ. 10/2000 διαιτητική απόφαση «για τους όρους εργασίας και αμοιβής των εργαζομένων, που απασχολούνται στα αστικά και υπεραστικά λεωφορεία όλης της χώρας» «η διάρκεια της περιόδου εργασίας, για τα υπεραστικά και τα αστικά λεωφορεία, μονής φυλακής του άρθρου 3 παρ. 1 ΠΔ 54/1998 επαναπροσδιορίζεται και δεν μπορεί να υπερβαίνει τις οκτώ (8) ώρες ημερησίως και τις σαράντα (40) εβδομαδιαίως, με το σύστημα της εβδομαδιαίας εργασίας πέντε εργασίμων ημερών. Για την εφαρμογή του πενθημέρου και την χορήγηση των αργιών της παρ. 1 αυτού του άρθρου, σχηματίζονται ετησίως 114 ημέρες ανάπαυσης … Η απασχόληση των εργαζομένων με το πρόγραμμα ετήσιας κατανομής των αναπαύσεων της παρ. 3, δεν συνιστά υπερωριακή εργασία ή εργασία Κυριακής ή αργίας, εφόσον ο ετήσιος προγραμματισμός τηρεί τις 114 ημέρες αργιών και αναπαύσεων. Η υπέρβαση της νόμιμης ημερήσιας απασχόλησης των 8 ωρών, αμείβεται ως υπερωρία, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, εφόσον δεν έχει χορηγηθεί άλλη ημέρα αναπαύσεως, εντός του έτους, σύμφωνα με τον ετήσιο προγραμματισμό, για χορήγηση 114 αναπαύσεων». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ΠΔ 54/1998 «περί κανονισμού των ωρών εργασίας και αναπαύσεως του προσωπικού κίνησης των Κοινών Ταμείων Εισπράξεως Υπεραστικών Λεωφορείων και Κοινών Ταμείων Εισπράξεως Λεωφορείων Αστικών ΚΤΕΛ», με το άρθρο 12 του οποίου καταργήθηκε το ΠΔ 119/1973 «περί κανονισμού των ωρών εργασίας και αναπαύσεως του προσωπικού κίνησης των ΚΤΕΛ», «η διάρκεια της περιόδου εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τις οκτώ (8) ώρες ημερησίως και τις σαράντα (40) ώρες εβδομαδιαίως, με σύστημα εβδομαδιαίας εργασίας πέντε (5) εργασίμων ημερών. Υπάρχει δυνατότητα παράτασης της ημερήσιας περιόδου εργασίας μέχρι μία (1) ώρα την ημέρα, ώστε η συνολική διάρκειά της να φθάνει μέχρι εννέα (9) ώρες ημερησίως και δύο φορές την εβδομάδα, κατά μία ώρα επί πλέον, ώστε η συνολική διάρκειά της, να φθάνει τις δέκα (10) ώρες τις δύο αυτές ημέρες την εβδομάδα, αλλά η συνολική διάρκεια της εβδομαδιαίας εργασίας δεν θα υπερβαίνει τις σαράντα πέντε (45) ώρες συνολικά, με την επιφύλαξη του άρθρου 6 (παρ. 1 και 2). Η ημερήσια περίοδος εργασίας περιλαμβάνει χρόνο: α) ελέγχου και παραλαβής του λεωφορείου, β) άγονης διαδρομής, γ) φορτοεκφόρτωσης των αποσκευών, δ) οδήγησης στο λεωφορείο, ε) διαλείμματος, στ) αναμονής, ζ) παράδοσης των εισπράξεων, η) παραμονής του λεωφορείου σε πλωτό μέσο, θ) εφεδρείας ετοιμότητας (παρ. 3). Ο χρόνος ελέγχου και παραλαβής του λεωφορείου, ορίζεται σε δέκα πρώτα λεπτά της ώρας. Ο χρόνος άγονης διαδρομής ορίζεται σε 15 λεπτά της ώρας, για κάθε διαδρομή από τον χώρο στάθμευσης στον χώρο επιβίβασης των επιβατών και σε δέκα λεπτά, για κάθε διαδρομή από τον χώρο αποβίβασης των επιβατών στον χώρο στάθμευσης. Δεν υπολογίζεται ο χρόνος άγονης διαδρομής, όταν: α) ο χώρος στάθμευσης του λεωφορείου είναι ίδιος με τον χώρο επιβίβασης ή αποβίβασης των επιβατών και β) (όταν) ο χρόνος άγονης διαδρομής συμπίπτει με τον χρόνο εκτέλεσης άλλης εργασίας, από αυτές, που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 6 του ως άνω Π.Δ. «υπερωριακή εργασία νοείται κάθε υπέρβαση της κατά το άρθρο 3 ημερήσιας περιόδου εργασίας (8 ώρες ημερησίως). Υπέρβαση των κατά την προηγουμένη παράγραφο ορίων ημερησίας περιόδου εργασίας ή απασχολήσεως, λογιζόμενη ως υπερωρία, επιτρέπεται στις παρακάτω περιπτώσεις: α) εκτέλεση ενός δρομολογίου, διάρκειας μεγαλύτερης του οριζομένου στο άρθρο 3 ορίου εργασίας, που μπορεί να προβλεφθεί, β) εξαιρετικής σώρευσης εργασίας, που μπορεί να προβλεφθεί και γ) παραμονών των εξαιρεσίμων ημερών ή τοπικών εορτών. Οι κατά τα ανωτέρω υπερωρίες δεν μπορούν να υπερβαίνουν τις δύο (2) ώρες κάθε ημέρα ούτε τις 120 ώρες ετησίως». Εξάλλου, με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου ορίζονται οι εξαιρέσεις, με την συνδρομή των οποίων επιτρέπεται η υπέρβαση των ως άνω υπερωριών, οι οποίες, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούν να υπερβαίνουν, κατ’ ανώτατο όριο, τις τρεις ώρες κάθε ημέρα και τις 180 ώρες ετησίως.

Σύμφωνα, επομένως, με τα ανωτέρω, οι οδηγοί των ΚΤΕΛ, για τους οποίους ισχύει η πενθήμερη εβδομάδα εργασίας, και των οποίων τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις ορίζονται από τις προαναφερθείσες διατάξεις, εάν παράσχουν εργασία, επί πλέον του νομίμου ωραρίου και μέσα στα πλαίσια, τα διαγραφόμενα από το άρθρο 6 του ΠΔ 54/1998, δικαιούνται αμοιβής, για (νόμιμη) υπερωριακή εργασία. Εάν εργασθούν επί πλέον του νομίμου ωραρίου, χωρίς να συντρέχει κάποια από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις, ή εάν και με την συνδρομή των περιπτώσεων αυτών υπερβούν τα όρια που διαγράφονται από τις διατάξεις αυτές, τότε δικαιούνται αμοιβής, για παράνομη υπερωριακή εργασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 435/1976, για τον υπολογισμό της οποίας (αμοιβής) θα ληφθούν υπόψη οι συμφωνημένες αποδοχές. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 648 και 659 του ΑΚ, προκύπτει η υποχρέωση των μισθωτών να παρέχουν κατ’ αρχήν τη συμφωνημένη εργασία ή αυτή που προβλέπεται από το νόμο. Το είδος της εργασίας καθορίζεται από την επαγγελματική ειδικότητα του μισθωτού, βάσει της οποίας καταρτίσθηκε η σύμβαση εργασίας. Αν, όμως, ανακύψει ανάγκη, για εργασία πέρα από τη συμφωνημένη ή τη συνηθισμένη, ο εργαζόμενος υποχρεούται να την παράσχει και να λάβει συμπληρωματική αμοιβή, που κανονίζεται ανάλογα με τον συμφωνημένο μισθό και τις ειδικές περιστάσεις, που συντρέχουν. Η πρόσθετη εργασία, μπορεί να παρασχεθεί είτε μέσα στα νόμιμα χρονικά όρια εργασίας είτε εκτός των ορίων αυτών.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη, από 1.7.2006 αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο ενάγων και ήδη εκκαλών εξέθετε ότι με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στο Β., την 1.1.1995, μεταξύ αυτού και του αποβιώσαντος αρχικού εναγομένου Χ. Ν., προσλήφθηκε ως μόνιμος τακτικός οδηγός λεωφορείου, στο με αριθμό κυκλοφορίας … και έχον στο παρμπρίζ αυτού τον αριθμό «…», λεωφορείο δημοσίας χρήσεως, ιδιοκτησίας του εναγομένου και εργάσθηκε, εκτελώντας τα προγραμματισμένα από το ΚΤΕΛ δρομολόγια, αμειβόμενος σύμφωνα με τις κάθε φορά ισχύουσες ΣΣΕ του κλάδου του, μέχρι τις 30.4.2006, οπότε καταγγέλθηκε από τον ανωτέρω αντισυμβαλλόμενο του η ένδικη σύμβαση εργασίας. Ότι κατά τη διάρκεια ισχύος της ως άνω συμβάσεως, απασχολήθηκε και σε εργασίες, πέρα από τα νόμιμα καθήκοντά του καθώς και το ωράριο του και, συγκεκριμένα, απασχολήθηκε: α) με τη συντήρηση και επισκευή του λεωφορείου, που οδηγούσε, και β) με το εσωτερικό και εξωτερικό καθάρισμα του λεωφορείου. Κατά τα αναλυτικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, ο ενάγων απασχολήθηκε με τις εν λόγω εργασίες, επιπλέον του νόμιμου ωραρίου, επί 24 ώρες το μήνα, για όλο το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η προαναφερόμενη σύμβαση εργασίας του. Με βάση τα ανωτέρω, ζητούσε να υποχρεωθεί ο αρχικός εναγόμενος να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 22.280,27 Ε, ως αποζημίωση, λόγω παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, καθόσον δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις νόμιμης υπερωριακής εργασίας, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή εκτιθέμενα. Επικουρικά, ζητούσε να του καταβληθεί το ανωτέρω συνολικό ποσό με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου) εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 106/2007 οριστική απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή, ως μη νόμιμη, καθόσον το Δικαστήριο έκρινε ότι οι επικαλούμενες, κατά τα άνω, εργασίες, ανάγονταν στα καθήκοντά του και, συνεπώς, «δεν του παρείχαν δικαιώματα πρόσθετης αμοιβής». Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται, με την κρινόμενη έφεσή του, ο εκκαλών, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή του.

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή είναι νόμιμη και στηρίζεται στις προαναφερόμενες στην ανωτέρω μείζονα σκέψη διατάξεις, καθόσον, σύμφωνα με τα παραπάνω, ο ενάγων, αληθών υποτιθεμένων των όσων στην αγωγή του εκθέτει, δικαιούται αμοιβής, για την επιπλέον εργασία που επικαλείται ότι προσέφερε στην εναγομένη και η οποία (εργασία) δεν αναγόταν στα καθήκοντά του, όπως αυτά, κατά τα ανωτέρω, από το νόμο προσδιορίζονται, σε κάθε δε περίπτωση, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, η εργασία αυτή πραγματοποιήθηκε εκτός του νόμιμου ωραρίου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε διαφορετικά και, ακολούθως, απέρριψε την αγωγή, ως μη νόμιμη, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Γι’ αυτό, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και η εκκαλούμενη απόφαση να εξαφανισθεί. Στη συνέχεια, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο για επανεκδίκαση (άρθρ. 535 του ΚΠολΔ), να δικασθεί η αγωγή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατ’ ουσίαν.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων … αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 1.1.1995 συνήφθη μεταξύ του εκκαλούντος – ενάγοντος και του αποβιώσαντος στις 21.11.2008 δικαιοπαρόχου των εφεσίβλητων – εναγομένων, Χ. Ν., σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας ο ανωτέρω Χ. Ν., προσέλαβε τον ενάγοντα, προκειμένου να εργασθεί ο τελευταίος, ως τακτικός οδηγός, στο με αριθμό κυκλοφορίας … και με αριθμό παρμπρίζ «…» Δ.Χ. λεωφορείο, ιδιοκτησίας του, το οποίο ήταν ενταγμένο στη δύναμη του Υπεραστικού ΚΤΕΛ Μ., όπου και εργάσθηκε έως και τις 30.4.2006, οπότε και επήλθε η λύση της μεταξύ τους σύμβασης εργασίας, με την έγγραφη καταγγελία αυτής με προειδοποίηση. Τα ανωτέρω συνομολογούνται από τους διαδίκους. Πέραν των υποχρεώσεων που απέρρεαν από το Γενικό Κανονισμό Προσωπικού ΚΤΕΛ (Π.Δ. 229/1994, που ενδιαφέρει εν προκειμένω) και οι οποίες συνίσταντο στον εφοδιασμό του λεωφορείου με καύσιμα, λιπαντικά, έλαια μηχανής και νερό ψυγείου, την επιθεώρηση όλων αυτών πριν από κάθε δρομολόγιο, την εποπτεία και τον έλεγχο της καθαριότητας του λεωφορείου κατά την ώρα της υπηρεσίας του, ο ενάγων ήταν υποχρεωμένος να μεταφέρει το ως άνω λεωφορείο που οδηγούσε, στο συνεργείο του ΚΤΕΛ Β., για εργασίες συντήρησης αυτού, όπως γρασάρισμα, λίπανση, αλλαγή φίλτρων και λαδιών, ρεγουλάρισμα φρένων, βαλβίδων κλπ. Το συνεργείο αυτό του ΚΤΕΛ Β. βρίσκεται πλησίον των εγκαταστάσεων του ΚΤΕΛ, επί της οδού Λ. Σχετικά, πρέπει να λεχθεί: α) ότι για το λεωφορείο του δικαιοπαρόχου των εφεσιβλήτων, το οποίο ήταν καινούργιο, απαιτείτο ρεγουλάρισμα κάθε εξάμηνο, το οποίο διαρκούσε μισή, περίπου, ώρα και β) ότι για ηλεκτρολογικές εργασίες το λεωφορείο μετέβαινε στο άνω συνεργείο μόνον όταν επρόκειτο να περάσει από έλεγχο ΚΤΕΟ. Ως τακτική συντήρηση, η οποία πραγματοποιείτο στο ανωτέρω συνεργείο του ΚΤΕΛ, νοείται, κυρίως, η αλλαγή λαδιών, φίλτρων και βαλβίδων και το γρασάρισμα του λεωφορείου και διαρκεί μία ώρα περίπου. Όλες οι παραπάνω εργασίες, συνεπώς, λάμβαναν χώρα στο ανωτέρω συνεργείο του ΚΤΕΛ, το οποίο είχε τη σχετική δυνατότητα. Στο τελευταίο δεν εκτελούνταν μόνον εργασίες επισκευής κινητήρων, για τις οποίες έπρεπε να απευθυνθεί ο ενδιαφερόμενος σε συνεργείο στη Λ. Ωστόσο, τέτοιες εργασίες δεν έλαβαν χώρα εν προκειμένω, αφού το λεωφορείο, ως προαναφέρεται, ήταν καινούργιο και, επομένως, δεν εμφάνιζε σχετικές σοβαρές βλάβες, που να απαιτούσαν επισκευή σε εξωτερικό συνεργείο.

Συνεπώς, τα υποστηριζόμενα στην αγωγή ότι ο ενάγων μετέφερε το λεωφορείο δύο φορές το μήνα στο συνεργείο, για ρεγουλάρισμα φρένων, απασχολούμενος επί τριάντα λεπτά της ώρας και συνολικά επί μία ώρα, δύο φορές το μήνα για συντήρηση της μηχανής, απασχολούμενος μία ώρα την κάθε φορά και συνολικά επί δύο ώρες, μία φορά το μήνα για ηλεκτρολογικές εργασίες και μία για αλλαγή λαδιών (κάθε 5.000 χλμ) είναι απορριπτέα, ως ουσία αβάσιμα. Οι μόνες τακτικές ενέργειες του ενάγοντος ήταν η μετάβαση στο ανωτέρω συνεργείο του ΚΤΕΛ δύο φορές, περίπου, το μήνα για γρασάρισμα και οκτώ φορές το μήνα, για το εξωτερικό πλύσιμο του λεωφορείου, δεδομένου ότι εκεί λειτουργούσε και αυτόματη βούρτσα πλυσίματος, απασχολούμενος στη σχετική διαδικασία, μέχρι να ολοκληρωθεί το πλύσιμο, συνολικά επί τριάντα λεπτά της ώρας την κάθε φορά. Αποδεικνύεται, ωστόσο, ότι τόσο οι ανωτέρω εργασίες συντήρησης – επισκευής του λεωφορείου, όποτε αυτές λάμβαναν χώρα, όσο και η τακτική εργασία εξωτερικού πλυσίματος αυτού, διενεργούνταν όλες εντός του νόμιμου ημερήσιου ωραρίου του ενάγοντος. Περί αυτού είναι σαφής η προαναφερόμενη ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης. Άλλωστε, το ωράριο των οδηγών του ΚΤΕΛ δεν απαιτεί οδήγηση καθ’ όλη τη διάρκεια του νόμιμου ωραρίου τους, αλλά υπάρχουν σημαντικά χρονικά κενά από την ολοκλήρωση ενός δρομολογίου και μέχρι να ξεκινήσει το επόμενο, πέραν του ότι αρκετές ημέρες το μήνα η όλη υπηρεσία ενός οδηγού είναι εφεδρική, καθόσον ο τελευταίος πραγματοποιεί δρομολόγια μόνον αν παρουσιασθεί έκτακτη ανάγκη. Στα σχετικά αυτά κενά, διενεργούνται όλες οι ανωτέρω εργασίες, κάτι που αναγράφεται, μάλιστα, στη σχετική υπηρεσία του Υπεραστικού ΚΤΕΛ Β. και αποτελεί τη διαδεδομένη πρακτική, ιδίως όσον αφορά ΚΤΕΛ ανάλογα με αυτό του ΚΤΕΛ Β. με δικό του συνεργείο και δική του βούρτσα εξωτερικού καθαρισμού, πλησίον, μάλιστα, των εγκαταστάσεων του ΚΤΕΛ.

Τέλος, και όσον αφορά στο καθημερινό εσωτερικό καθάρισμα του λεωφορείου, και αυτό λάμβανε χώρα, σε κάθε περίπτωση, εντός του νόμιμου ωραρίου του ενάγοντος, κατά τα μεσοδιαστήματα των διάφορων δρομολογίων και για κάποια ελάχιστα λεπτά, μετά το πέρας του τελευταίου δρομολογίου (αφού, προφανώς, η ολοκλήρωση του τελευταίου δρομολογίου δεν συμπίπτει με ακρίβεια λεπτού με το πέρας του νόμιμου ωραρίου, αλλά υπάρχει ένα μικρό επιπλέον χρονικό περιθώριο για κατέβασμα των επιβατών, ένα σύντομο εσωτερικό καθάρισμα και το παρκάρισμα του λεωφορείου), πέραν, βέβαια, του ότι ο ενάγων, για την εργασία του αυτή, λάμβανε το ειδικό επίδομα άνευ εισπράκτορα, στα καθήκοντα δε του εισπράκτορα περιλαμβάνονται ακριβώς και η διατήρηση κατά το χρόνο της υπηρεσίας του της καθαριότητας στο εσωτερικό του λεωφορείου, δηλαδή υαλοπινάκων, καθισμάτων, τοιχωμάτων και δαπέδου, το άνοιγμα και το κλείσιμο των παραθύρων. Επομένως, και το σχετικό αιτούμενο κονδύλιο για υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα, πρέπει ν’ απορριφθεί η αγωγή ως ουσία αβάσιμη…

sakisgeorgiadis