Κ.Τ.Ε.Λ. Α.Ε.-Κ.Τ.Ε.Λ. Άρθρ. 17 παρ. 10 ν. 3534/2007. Υποχρέωση καταβολής κατ’ έτος σε Κ.Τ.Ε.Λ. Α.Ε. και Κ.Τ.Ε.Λ. αποζημίωσης για την απώλεια εσόδων, λόγω της χορήγησης δωρεάν ή μειωμένης τιμής εισιτηρίων σε ειδικές κατηγορίες επιβατών. Τρόπος υπολογισμού της αποζημίωσης.
Σ.τ.Ε. 221/2023 A΄7μ.
Πρόεδρος: Σπ.Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Κ.Κονιδιτσιώτου, Σύμβουλος Επικρατείας
Με την παρ. 10 του άρθρου 17 του ν. 3534/2007, όπως ίσχυε, με την οποία προστέθηκε παρ. 7 στο άρθρο 10 του ν. 2963/2001, θεσπίστηκε υποχρέωση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Μεταφορών και Επικοινωνιών και του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού να εκδίδουν κάθε έτος κοινή απόφαση για την καταβολή από το Ελληνικό Δημόσιο αποζημίωσης στις Κ.Τ.Ε.Λ. Α.Ε. και τα Κ.Τ.Ε.Λ., λόγω της πρόβλεψης στη νομοθεσία περιπτώσεων χορήγησης δωρεάν ή μειωμένης τιμής εισιτηρίων σε ειδικές κατηγορίες επιβατών, το ποσό της οποίας ισούται με το σύνολο της διαφοράς μεταξύ του αντιτίμου των κατά περίπτωση εκδοθέντων την αντίστοιχη χρονική περίοδο δωρεάν ή μειωμένης τιμής εισιτηρίων και του πλήρους κομίστρου.
Με το ν. 2963/2001 ανατέθηκε στους οικείους συγκοινωνιακούς φορείς (Κ.Τ.Ε.Λ. Α.Ε., Κ.Τ.Ε.Λ. κ.λπ.) κατόπιν κρατικής παραχώρησης η εκτέλεση και εκμετάλλευση κατ’ αποκλειστικότητα του συγκοινωνιακού έργου των τακτικών αστικών και υπεραστικών επιβατικών γραμμών, έργο το οποίο έχει αναχθεί από το νομοθέτη σε αντικείμενο δημόσιας υπηρεσίας υπό λειτουργική έννοια.
Επακολούθησε ο ν. 3534/2007, με την παρ. 10 του άρθρου 17 του οποίου, όπως ίσχυε, συμπληρώθηκε το άρθρο 10 του ν. 2963/2001 με την προσθήκη σε αυτό νέας παραγράφου 7. Με τη ρύθμιση αυτή ελήφθη πρόνοια, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου, ώστε με την καθιέρωση της υποχρέωσης καταβολής κατ’ έτος ορισμένου χρηματικού ποσού αποζημίωσης από το Ελληνικό Δημόσιο προς τους ως άνω φορείς συγκοινωνιακού έργου να διασφαλίζεται η ορθολογική λειτουργία τους ως ιδιωτικών επιχειρηματικών φορέων με στόχο την απρόσκοπτη παροχή της εν λόγω δημόσιας υπηρεσίας.
Η νέα νομοθετική ρύθμιση έγινε εν όψει των προβλεπόμενων στην κείμενη νομοθεσία περιπτώσεων δωρεάν ή μειωμένης τιμής εισιτηρίων και με δεδομένο τον βάσει του νόμου τρόπο διαμόρφωσης του κομίστρου στα πλαίσια της εκάστοτε ακολουθούμενης για την επόμενη χρήση κυβερνητικής πολιτικής για τον καθορισμό των κομίστρων σε επίπεδο προσιτό για το κοινωνικό σύνολο.
Συγκεκριμένα, θεσπίζεται η υποχρέωση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Μεταφορών και Επικοινωνιών και του καθ’ ύλην αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού να εκδίδουν κάθε έτος κοινή απόφαση για την καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού στους οικείους συγκοινωνιακούς φορείς, προκειμένου να καλυφθεί η ζημία τους («απώλειες εσόδων») από τη δωρεάν ή με μειωμένο κόμιστρο μεταφορά συγκεκριμένων κατηγοριών επιβατών (αναπήρων πολέμου και συνοδών τους, πολυτέκνων, μαθητών, φοιτητών, σπουδαστών κ.ά.).
Με την ως άνω κοινή υπουργική απόφαση προσδιορίζεται το συγκεκριμένο ποσό αποζημίωσης που καταβάλλεται σε κάθε Κ.Τ.Ε.Λ. Α.Ε. και Κ.Τ.Ε.Λ. για το αντίστοιχο έτος. Ο τρόπος υπολογισμού του ποσού της αποζημίωσης προκύπτει ευθέως και κατά τρόπο σαφή από το νόμο και την οικεία αιτιολογική έκθεση, ισούται δε με το σύνολο της διαφοράς μεταξύ του αντιτίμου των κατά περίπτωση εκδοθέντων την αντίστοιχη χρονική περίοδο δωρεάν ή μειωμένης τιμής εισιτηρίων και του πλήρους κομίστρου επί τη βάσει και των στοιχείων που παρέχονται από την Π.Ο.Α.Σ. ή την Π.Ο.Α.Υ.Σ., αντιστοίχως.
Η μέθοδος αυτή υπολογισμού του ποσού της οφειλόμενης αποζημίωσης στο σύνολο της διαφοράς του αντιτίμου των δωρεάν ή μειωμένων εισιτηρίων και του πλήρους κομίστρου, χωρίς ευθεία αναφορά στην έννοια του ευλόγου κέρδους, είναι εκείνη, την οποία έχει, κατ’ αρχήν, επιλέξει διαχρονικώς ο Έλληνας νομοθέτης σε όσες περιπτώσεις έχει θεσπίσει αντίστοιχες ειδικότερες ρυθμίσεις τόσο σε προγενέστερο χρόνο, όσο και μεταγενεστέρως, αυτήν δε είχε υπ’ όψιν του και κατά τη θέσπιση της επίμαχης ρύθμισης.
Και ναι μεν, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 2963/2001, κατά τον καθορισμό του οφειλόμενου από τους επιβάτες κομίστρου λαμβάνονται υπ’ όψιν, μεταξύ άλλων, και τα ελευθέρας ή μειωμένης τιμής εισιτήρια, συνεκτιμάται δε και το εύλογο ανά λεωφορείο κέρδος, τούτο όμως γίνεται στο πλαίσιο της εκάστοτε ακολουθούμενης για την επόμενη χρήση κυβερνητικής πολιτικής κομίστρων σε επίπεδο προσιτό για το κοινωνικό σύνολο, και δεν επηρεάζει τον προσδιορισμό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση της αποζημίωσης που οφείλεται λόγω της δωρεάν ή με μειωμένο εισιτήριο μετακίνησης συγκεκριμένων κατηγοριών επιβατών, όπως προβλέπει η ως άνω νέα διάταξη της παρ. 7, με την οποία ρυθμίζεται για πρώτη φορά ειδικώς το θέμα της αποκατάστασης από το Κράτος της ζημίας που προκαλείται στις Κ.Τ.Ε.Λ. Α.Ε. και τα Κ.Τ.Ε.Λ.
Η διαφορετική γνώμη, σύμφωνα με την οποία στη νέα διάταξη προβλέπεται μεν υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης, το ποσό της οποίας όμως δεν ανέρχεται στο μείζον, κατά τη γνώμη αυτή, ποσό του συνόλου της διαφοράς μεταξύ πλήρους και μειωμένων ή δωρεάν εισιτηρίων, αλλά στο έλασσον, κατά την ίδια γνώμη, ποσό, που αντιστοιχεί στο εύλογο κέρδος του οικείου επιχειρηματικού φορέα, πέραν του ότι δεν ευρίσκει έρεισμα στη διάταξη αυτή, εκκινεί από την εσφαλμένη εκδοχή ότι σε κάθε περίπτωση το εύλογο κέρδος του επιχειρηματικού φορέα υπολείπεται του συνολικού ποσού της εν λόγω διαφοράς. Αντιθέτως, το ζήτημα εάν το ποσό που αντιστοιχεί στο σύνολο της διαφοράς αυτής υπερβαίνει ή υπολείπεται του εύλογου κέρδους του συγκοινωνιακού φορέα, εξαρτάται από τα δεδομένα κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης.